λευκοκύτταρο

λευκοκύτταρο
το
ανατ. το λευκό αιμοσφαίριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. leucocyte < leuc(o)-* (πρβλ. λευκ[ο]-) + cyte (< κύτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • μονοπύρηνος — η, ο 1. (για καρπούς και κύτταρα) αυτός που έχει έναν μόνο πυρήνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονοπύρηνα ανατ. α) λευκοκύτταρο που έχει έναν ενιαίο πυρήνα β) κάθε κύτταρο με έναν μόνο πυρήνα …   Dictionary of Greek

  • πλασματοκύτταρο — και πλασμοκύτταρο, το, Ν 1. ανατ. ωοειδές κύτταρο, 12 έως 15 χιλιοστών τού χιλιοστομέτρου, ο έκκεντρος πυρήνας τού οποίου παρουσιάζει βωλοειδή χρωματίνη και το έντονα βασεόφιλο κυτταρόπλασμά του είναι πλούσιο σε μιτοχόνδρια και εργαστόπλασμα, που …   Dictionary of Greek

  • τρεφοκύτταρο — το, Ν το λευκοκύτταρο που μεταμορφώνει σε πρωτόπλασμα μερικά στοιχεία τού ορού τού αίματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”